- ἑτερόστομοι
- ἑτερόστομοςone-edgedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ЯКОРЬ — • Ancŏra, αγκυρα, изобретение его приписывают то тирренцам (Евпаламу), то царю Мидасу, Я. которого еще во времена Павсания (1, 4, 5) хранился в храме Зевса в Анкирах. Первоначально вместо Я. служили камни (λογγω̃νες), куски дерева,… … Реальный словарь классических древностей
ετερόστομος — η, ο (Α ἑτερόστομος, ον) (για κοφτερά όργανα) αυτός που έχει ένα μόνο στόμα (δηλ. κόψη), αυτός που είναι κοφτερός από τη μία μόνο πλευρά, ο μονόκοπος αρχ. 1. (για άγκυρα) αυτός που έχει έναν μόνο όνυχα, δηλ. άγκιστρο, που χώνεται στον θαλάσσιο… … Dictionary of Greek